- εξασχιδής
- ης, ες расколотый на шесть частей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξασχιδής — ές σχισμένος, χωρισμένος σε έξι μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμά) + σχιδής < σχίζω] … Dictionary of Greek